- ῥυθμοποιΐα
- ῥυθμο-ποιΐα, ἡ, das Machen, Verfertigen des Zeitmaßes, Taktes
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ῥυθμοποιία — ῥυθμοποιίᾱ , ῥυθμοποιία making of time fem nom/voc/acc dual ῥυθμοποιίᾱ , ῥυθμοποιία making of time fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυθμοποιία — η, / ῥυθμοποιία, ΝΑ [ῥυθμοποιός] (αρχ. ελλ. μουσ.) η δύναμη που δημιουργεί τον ρυθμό και που έχει σκοπό να συνθέσει και να μετατρέψει σε ρυθμικό σχήμα τον λόγο, το μέλος και την κίνηση … Dictionary of Greek
ῥυθμοποιίας — ῥυθμοποιίᾱς , ῥυθμοποιία making of time fem acc pl ῥυθμοποιίᾱς , ῥυθμοποιία making of time fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμοποιίαν — ῥυθμοποιίᾱν , ῥυθμοποιία making of time fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυθμοποιιῶν — ῥυθμοποιία making of time fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Аристоксен — Тарентский Аристоксен, Аристоксен Тарентский (Ἀριστόξενος ὀ Ταραντίνος, родился около 360 до н. э. предполож … Википедия